αλσύλλιο

αλσύλλιο
το
(υποκορ. τού άλσος) μικρό άλσος, δασάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + υποκορ. κατάλ. -ύλλιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλσύλλιο — το μικρό άλσος, μικρό πάρκο: Στη γειτονιά μου υπάρχει ένα ωραίο αλσύλλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek

  • δενδρύλλιο — το δεντράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) ύλλιο(ν)* (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • πάρκο — το 1. μικρό τεχνητό δάσος, άλσος, αλσύλλιο 2. μεγάλος δημόσιος κήπος που προορίζεται για περίπατο ή αναψυχή 3. μεγάλη δεντροφυτεμένη έκταση μέσα σε πόλη ή γύρω από μιαν έπαυλη ή έναν πύργο 4. μεγάλη δασώδης περιοχή που προορίζεται για αναψυχή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”